- μόροξος
- μόροξος, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μόροξος — μόροξος, ὁ (Α) είδος μαλακού λίθου το οποίο χρησιμοποιούσαν για την λεύκανση τών ενδυμάτων, μόροχθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. αβέβαιης ετυμολ. Για την εναλλαγή τών τ. μόροξος: μόροχθος πρβλ. Ερεχθεύς: Ερεχσές και επιχθόνιος:… … Dictionary of Greek
μόροξος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόροξον — μόροξος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόροχθος — μόροχθος, ὁ (Α) μόροξος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μόροξος] … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
μοροξίτης — ο (ορυκτ.) φωσφορικό ορυκτό με καθαρό κυανό χρώμα, το οποίο αποτελεί ποικιλία τού απατίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. moroxite (< μόροξος)] … Dictionary of Greek